προέκθεσιν

προέκθεσιν
προέκθεσις
introduction
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προέκθεσις — έσεως, ἡ, ΜΑ [προεκτίθημι] 1. προεισαγωγική ερμηνεία, προοίμιο, πρόλογος («περὶ τὴν ἀρχὴν καὶ προέκθεσιν τῆς πραγματείας», Πολ.) 2. εισαγωγική έκθεση, εισαγωγική παρουσίαση («τὴν προέκθεσιν τοῡ χαρακτῆρος», Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • υπόσχεση — η / ὑπόσχεσις, έσεως, ΝΜΑ η διαβεβαίωση ότι θα κάνει κάποιος κάτι, το να αναλαμβάνει κανείς την υποχρέωση να κάνει κάτι (α. «μού έδωσε πολλές υποσχέσεις αλλά δεν τίς τήρησε» β. «πρὶν ἢ τὴν ὑπόσχεσιν ἔργον σοι γενέσθαι», Λουκιαν. γ. «ἐγὼ δ ἂν οὐ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”